Ας μην προκαλούμε το κλάμα, αλλά ας μην το φοβόμαστε κιόλας

kid crying

Έχω την αίσθηση ότι έχουμε μάθει να ζούμε με κεκτημένη ταχύτητα. Δε δίνουμε τον χρόνο που χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε και να νιώσουμε τι μας συνέβη ώστε να περάσουμε ομαλά στο επόμενο συναίσθημα, στην επόμενη κατάσταση. Στη χαρά, συνήθως, βιαζόμαστε να βρούμε το επόμενο όνειρο, να θέσουμε τον επόμενο στόχο, σαν να μην ξέρουμε πώς να τη διαχειριστούμε.  Στη λύπη, βιαζόμαστε να βρούμε τη λύση, να υποτιμήσουμε το πρόβλημα, να διαβεβαιώσουμε τους άλλους ή τον εαυτό μας ότι δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, σαν να φοβόμαστε κατά βάθος ακριβώς αυτό, ότι αν αφεθούμε στη θλίψη θα μας διαλύσει. Αυτό το διδαχθήκαμε, δε γεννηθήκαμε έτσι, δεν είναι θέμα χαρακτήρα.

Όταν γεννιόμαστε υπάρχει το συναίσθημα, έντονο και βαθύ αλλά δεν υπάρχει η δυνατότητα του εγκεφάλου ακόμα να το φιλτράρει, να το διαχειριστεί. Το παιδί ζει στο τώρα και όλα είναι το ίδιο σημαντικά γι’ αυτό! Η μπάλα που είδε και δεν πήρε, το παιχνίδι που έσπασε, η κορνίζα που δεν το αφήσανε να κρατήσει. Έναν τρόπο έχει να εκφράσει το θυμό, τη λύπη, τη ματαίωση και ο γονιός με υπομονή και αποδοχή και κυρίως με το παράδειγμα του, θα του δείξει πώς να τα διαχειριστεί. Αρκεί, βέβαια, ο γονιός να ξέρει να αναγνωρίζει και να διαχειρίζεται τα δικά του συναισθήματα, και να έχει ενσυναίσθηση προς το παιδί, να μπορεί να μπει στη θέση του χωρίς, όμως, να ταυτιστεί με το ίδιο το συναίσθημα. Γιατί κλαίει ένα παιδί αν δεν πονάει; Για κάτι που χρειάζεται ή θέλει (τα πρώτα χρόνια άλλωστε  δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάγκης και επιθυμίας μέσα στο μυαλό του). Αυτό το κάτι είτε είναι εφικτό είτε όχι. Αν είναι εφικτό, είναι ανόητο να πούμε όχι μόνο και μόνο για να μην κακομάθει. Το παιδί δε θέλει (και ούτε μπορεί – η προθετική ικανότητα ξεκινάει από τα τρία χρόνια και μετά) ούτε να μας χειριστεί ούτε να μας επιβληθεί, απλά δεν ξέρει πώς να εκφράσει την ανάγκη του.

Ικανοποιώντας το, το μήνυμα που λαμβάνει είναι ότι μας ενδιαφέρει να είναι ευχαριστημένο, ότι αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα τα αιτήματά του και έτσι χτίζεται μια υγιής σχέση εμπιστοσύνης και παράλληλα δε θίγεται η αυτοεκτίμησή του. Ας αναρωτηθούμε πόσα από τα όχι που λέμε σε ένα παιδί έχουν πραγματικό λόγο ύπαρξης κι αν είμαστε ειλικρινείς θα δούμε ότι σπάνια χρειάζεται να το ξεστομίσουμε. Ακόμα, όμως, κι αν πούμε το όχι και μετά υποχωρήσουμε, το μήνυμα που λαμβάνει το παιδί δεν είναι ότι είμαστε αδύναμοι, αλλά ότι το ακούμε, αντιλαμβανόμαστε το πόσο πραγματικά το θέλει και του το προσφέρουμε γιατί το σεβόμαστε. Αρκεί να νιώθουμε έτσι, κι όχι να υποχωρούμε επειδή δεν αντέχουμε το κλάμα του ή επειδή θέλουμε να το ξεφορτωθούμε, γιατί κι αυτό θα το νιώσει το παιδί και πάλι θα πληγωθεί.

Άλλωστε σκεφτείτε έναν φίλο που σας ζητάει κάτι και αρχικά αρνείστε, αλλά μετά καταλαβαίνετε ότι είναι  πιο σημαντικό από όσο είχατε υποθέσει, δε θα το ξανασκεφτόσασταν; Θα σκεφτόσασταν ότι θέλει να σας εκμεταλλευτεί; Υπάρχουν βέβαια και τα ανέφικτα, που κυρίως έχουν να κάνουν με θέματα ασφάλειας. Τότε συνήθως, προσπαθούμε να κάνουμε το παιδί να σταματήσει να κλαίει είτε υποτιμώντας το με εκφράσεις όπως “είσαι μεγάλος για να κλαις” (σε ποια ηλικία αλήθεια παύει ο άνθρωπος να χρειάζεται το κλάμα για να ανακουφιστεί;), ” τα αγόρια δεν κλαίνε” (και αργότερα κατηγορούμε κάποιους άνδρες για έλλειψη ευαισθησίας), “δεν έγινε και τίποτα” (για ποιον; γιατί για να κλαίει κάποιος προφανώς κάτι έγινε γι’ αυτόν), “σιγά πώς κάνεις έτσι;” (κάνει κάτι λάθος; πώς θα έπρεπε να κάνει δηλαδή;) είτε αποσπώντας του την προσοχή με κάτι άλλο. Συνήθως αυτές οι “μέθοδοι” φέρνουν αποτέλεσμα, το οποίο όμως εξυπηρετεί πρόσκαιρα εμάς, που είτε επιζητήσαμε την ηρεμία, είτε αισθανθήκαμε άβολα να αντιμετωπίσουμε το κλάμα του παιδιού.

Όμως τι πραγματικά καταφέραμε; Ένα παιδί μας εμπιστεύτηκε και εξέφρασε το συναίσθημα του και εμείς του είπαμε ξεκάθαρα ότι αυτό το συναίσθημα δεν είναι σωστό (το παιδί παίρνει πάντα σοβαρά αυτό που του λέμε, όχι με τα λόγια μας, αλλά με τη συμπεριφορά μας), όμως δεν μπορεί να πάψει να αισθάνεται έτσι κι αυτό δημιουργεί ενοχή. Ή με το να του δείχνουμε κάτι άλλο για να ξεχαστεί, θα νιώσει ότι κανείς δεν το παίρνει σοβαρά και η εξήγηση που θα δώσει είναι ότι δεν αξίζει να το πάρουν σοβαρά και θα αρχίσει να συμπεριφέρεται με τον αποδεκτό τρόπο, ώστε να κερδίσει την αποδοχή που τόσο έχει ανάγκη. Κάποια στιγμή το παιδί θα πάψει ίσως να κλαίει, το συναίσθημα όμως θα έχει μείνει εκεί, εγκλωβισμένο, ένοχο και μη αποκωδικοποιημένο από το ίδιο. Αν, όμως, το είχαμε συναισθανθεί, θα καταλαβαίναμε πώς νιώθει και ότι αυτό που χρειάζεται πραγματικά είναι κάποιον να το ακούσει και να γίνει αποδέκτης αυτού του συναισθήματος, με το να είναι εκεί, με το να το παρηγορήσει με λόγια ή με αγκαλιά. Και έτσι έρχεται η ανακούφιση και η αυτοεκτίμηση του παιδιού μένει αλώβητη, αφού αυτό που νιώθει είναι έγκυρο και έχει αξία για τους ανθρώπους που αγαπά.

You may also like

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *