Αυτό το ανέκδοτο με το “ένα χαλαρό ποτάκι” όλες το ξέρουμε. Πολλές το έχετε ζήσει κιόλας. Εγώ, λοιπόν, μέχρι και σήμερα όταν έλεγα θα βγω για ένα χαλαρό ποτάκι το εννοούσα. Γιατί μ’αρέσει να ακριβολογώ και να κυριολεκτώ. Ένα χαλαρό ποτάκι, λοιπόν, σημαίνει βγαίνουμε Σαββατάκι βραδάκι κατά τις 9:00 (μπήκε και ο Οκτώβρης και καταλαβαίνετε), άντε βία 10:00, πίνουμε αυτό το ρημάδι το χαλαρό ποτάκι και κατά τις 12:00 (max) είμαστε σπιτάκι κρεβατάκι το πολύ καναπεδάκι για κανενα νετφλιξάκι. Απλά πράγματα ξεκάθαρα όπως αρμόζουν στα κοντά 40 χρόνια μου.
Οι κακές παρέες
Εγώ δεν ήξερα τίποτα κυρία πρόεδρε, είμαι μικρή κι αθώα, αυτοί με παρασύρανε.
Και εδώ κυριολεκτώ κι ας μη με πιστεύετε.
Οι κακές παρέες, λοιπόν, κάτι 46άρικα party animal που θεός ξέρει πού βρίσκουν την ενέργεια με παιδιά, σκυλιά, γκόμενους-ες, δουλειές και τα ρέστα μου είπανε να βγούμε για ένα χαλαρό ποτάκι να μας “δούνε που χαθήκαμε” και ξέρετε πώς πάνε αυτά.
*Σημείωση: έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι μια φορά στις 2 βδομάδες θα βγαίνω κόντρα σε όλη τη μιζέρια και την κούραση που με διακατέχει όλη την εβδομάδα, όλο το χρόνο, εδώ και κάτι χρόνια.
Ντύνομαι, που λέτε, η θεά αναλόγως για ένα χαλαρό ποτάκι, βάφομαι να πάρω λίγο τα πάνω μου (είπαμε 40αρίζω οσονούπω) και πάω να παρτάρω για καμιά ώρα, καθιστή εννοείται μη φανταστείτε σε κανένα όρθιο μπαρ, μακρυά από μένα αυτά.
Ο τόπος του εγκλήματος
Γκάζι. Ώρα 21:30. Εκεί που το αίμα βράζει από νωρίς, που νομίζεις ότι η κίνηση δε σταματά ποτέ, που νομίζεις ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας παίζει να ναι τριπλάσιος απ’όσος είναι πραγματικά, όπου βλέπεις νέα πρόσωπα, χαρούμενα, ανάλαφρα, που έχουν αυτή τη γοητευτική και ρομαντική άγνοια των δινών που τους περιμένουν στα επόμενα χρόνια.
Αναθάρρησα κι εγώ, λέω σήμερα θα το παίξω νεολαία. Βρίσκουμε μια πανέμορφη αυλή, στρωνόμαστε σε ένα μεγάλο τραπέζι να βολέψουμε τα βασανισμένα μας κορμιά και παραγγέλνουμε τα σπέσιαλ κοκτειλάκια μας. Όλα καλά ως εκεί. Περνάμε όμορφα, γελάμε πολύ (όλοι το έχουμε ανάγκη), λέμε τα νέα μας, παίρνουμε κι ένα δεύτερο (χαμός σας λέω έγινε) και όπως έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου, κατά τις 23:30 λέω “άντε πάμε σπίτια μας τώρα”. Είχα ήδη προδιαγράψει την επόμενη ημέρα. Θα ήταν μια χαλαρή ξεκούραστη Κυριακούλα, που θα έκανα παρέα με τον αντρούλη μου, το σκυλάκι μου, τη γατούλα μου, θα έλιωνα στον καναπέ βλέποντας Λεβεντογιάννη (από καθαρή περιέργεια μη νομίζετε), θα έφτιαχνα κι ένα ωραίο παστίτσιο, θα έκανα και τα μποτέ μου και θα ηρεμούσα σώμα και πνεύμα για την εβδομάδα που ακολουθεί.
Το έγκλημα
Ώρα 23:30.
“Φεύγουμε σιγά σιγά?” – κοιτάζω τον άντρα μου. Με κοιτάει πονηρά, σαν παιδί που έχει φάει το κουτί με τα μπισκότα.
“ΤΙ? ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ?” – δε μιλάει με ξανακοιτάει σαν να έχει φάει και τη μερέντα μαζί. Κοιτάζω τους υπόλοιπους. Έχουν το ίδιο βλέμμα. Ζω μια συνομωσία. Έχουν όλοι συνεννοηθεί να με τουμπάρουν. Να με σύρουν στα κακόφημα στέκια της Αθήνας. Όπως σας είπα εγώ δεν ήξερα. Ήμουν μικρή και άβγαλτη.
“Άντε πάμε για ένα” – και εκεί ξεκίνησε η κατρακύλα μου.
Καταλήγουμε σε ένα κλαμπάκι. Σχεδόν πίτα αν και νωρίς. Βρίσκω μια γωνίτσα να βολευτούμε και κοιτάω τον κόσμο γύρω μου. Παιδιά 20 χρονών, τουρίστες από παντού που χορεύουν ξέφρενα, 50άρηδες που πίνουν χαλαρά το ποτό τους με την παρέα τους. Όλοι έμοιαζαν να ταιριάζουν στο σκηνικό. Μόνο εγώ ένιωθα παράταιρη. Δεν έκανα fit στον χώρο. Θες που ήμουνα απροπόνητη, θες που έχω βολευτεί στη ζωούλα μου και στον καναπέ μου. Πάντως ήμουν σαν τη μύγα μες στο γάλα.
Ξεκίνησα να κουνιέμαι μόνο και μόνο γιατί άρχισε να με πονάει η μέση και τα γόνατα από την ορθοστασία. Μετά κυρία πρόεδρε, κάπως άλλαξε η μουσική, ήρθε πιο κοντά στα γούστα μου σαν ο dj να με κατάλαβε. σου λέει αυτή εδώ δεν…κάτσε να την ξεκάνουμε (μπορεί να ήταν κι αυτός στο κόλπο με τους φίλους μου, μέρος της ευρύτερης συνομωσίας εναντίον μου).
Παρ’ όλα αυτά, συνομωσία ή όχι, παραδέχομαι ότι άρχισα να διασκεδάζω.
Μία ώρα μετά έπιασα τον εαυτό μου να κουνιέται σαν τα φουσκωτά ανρθωπάκια που βάζουν διαφημιστικά στα βενζινάδικα στην Αμερική.
Να μην τα πολυλογώ, ξεβιδώθηκα. Έκανα το Dance like no one’s watching πράξη. Έγινα πάλι 20 χρονών, πέταξα από πάνω μου χρόνια, κούραση, στεναχώριες, άγχη και άφησα τον χορό να γίνει μέσο έκφρασης όλων αυτών μαζί. Ποιος είπε ότι ο χορός δεν είναι ψυχοθεραπεία?
Και εκεί που λες “ντάξει μπορεί να το παρακάναμε λίγο σήμερα, αλλά ήταν ωραία καιρό είχα να χορέψω έτσι, το ‘χω ακόμα η ρουφιάνα” και πιστεύεις ότι τώρα επιτέλους ήρθε η ώρα να ξεκουράσεις το ξεβιδωμένο σου κορμί, καταλήγεις κατά τις 04:00 χωρίς να το καταλάβεις στο Batman. Ξέρετε…για ένα χαλαρό ποτάκι…
Η ετυμηγορία
Η επόμενη μέρα βέβαια είναι ένα άλλο θέμα. Ξαναγίνεσαι 40 και κάτι παραπάνω αν υπολογίσεις το hangover, τον πονοκέφαλο, το χαλασμένο στομάχι και την εξάντληση.
Δεν ξέρω αν απ’ όλα αυτά έχετε βγάλει απόφαση, αν σας απέτρεψα από το να ενδώσετε στο επόμενο “χαλαρό ποτάκι” την επόμενη φορά ή αν θα αψηφήσετε τα βάρη της καθημερινότητας και θα επιδοθείτε σε ένα ξέφρενο roller coaster χορού, ποτού και γέλιου (με τις συνεπακόλουθες συνέπειες).
Δικό σας. Εγώ πάω να κοιμηθώ. Ενημερώστε με για την απόφαση.